- πανάγρυπνος
- πανάγρυπνος, -ον (Α)τελείως άγρυπνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἄγρυπνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παναγρύπνοιο — πανάγρυπνος all wakeful masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγρυπνία — παναγρυπνία, ἡ (Α) [πανάγρυπνος] πλήρης αγρυπνία … Dictionary of Greek